- ψελλίζω
- ΝΑ [ψελλός]προφέρω δύσκολα τις λέξεις, δυσκολεύομαι να μιλήσω λόγω φυσικού ελαττώματοςνεοελλ.μιλώ σαστισμένα, κομπιάζωαρχ.1. (για νήπια) αρθρώνω τις πρώτες λέξεις («τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ὅλως οὐδὲ λαλοῡμεν οὐδέν, εἶτα ὀψέποτε ψελλίζομεν», Αριστοτ.)2. δυσκολεύομαι στην εκφώνηση συμφωνικών συμπλεγμάτων («ψελλίζειν καὶ τραυλίζειν», Αριστοτ.)3. μιλώ κάνοντας γλωσσικά σφάλματα4. μτφ. (για τον Εμπεδοκλή κ.ά.) εκθέτω κάτι με ασαφή ή ακατάληπτο τρόπο5. παθ. ψελλίζομαια) (για μέταλλο) αναμιγνύομαι δύσκολα με άλλα μέταλλαβ) μτφ. διδάσκομαι κάτι για πρώτη φορά6. φρ. «ἡ ψελλίζουσα γλώσσα» — προσωνυμία τού Δημοσθένους (Λιβάν.).
Dictionary of Greek. 2013.